- αεροθεραπευτής
- ο [*αεροθεραπεύω]γιατρός ή νοσοκόμος ειδικός για την εφαρμογή τής αεροθεραπείας στους ασθενείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεροθεραπευτικός — ή, ό [αεροθεραπευτής] 1. ο σχετικός με την αεροθεραπεία 2. ο οπαδός τής αεροθεραπείας το θηλ. ως ουσ. η αεροθεραπευτική η αεροθεραπεία … Dictionary of Greek